- μεταβλητικῶς
- μεταβλητικόςforadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… … Dictionary of Greek